- εύληρα
- εὔληρα, και δωρ. τ. αὔληρα, τὰ (Α)ηνία («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εύληρα (δωρ. αύληρα) < *ε-Fληρ-ο. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. *wl-ēr (πρβλ. λατ. lōrum «ιμάντας, λουρί», αρμ. lar «δεσμός»), η οποία είναι μηδενισμένη βαθμίδα (wl-) και παρεκτεταμένη σε ēr μορφή της ρίζας *wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» — πρβλ. είλω. Το ε- στη λ. είναι προθεματικό].
Dictionary of Greek. 2013.